- μάχιμοι
- μάχιμοςfit for battlemasc nom/voc plμάχιμοςfit for battlemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
ВОЙСКО — • Exercïtus. I. У греков. Об определенной организации войска, какая заключается в понятии слова exercitus, в героическое время еще не может быть и речи. Позднейшее же устройство войска у греков представляло совершенное отражение… … Реальный словарь классических древностей
Machimoi — (griechisch μάχιμοι, Plural) war insbesondere in der Ptolemäerzeit die griechische Bezeichnung der untersten Dienstränge des altägyptischen Heeres und der Seeflottenbesatzungen. Nach Festigung der Ptolemäerherrschaft bekleidete kein Ägypter… … Deutsch Wikipedia
CALASIRIS — pars Aegypti, unde incolae Calasirii. Steph. Herodotus alterum genus militum (cum alterum Hermotybios appellet) hôc nomine vocat: quos duos militiae ordines magnus ille Sesostris inflituit, illisque post reditum ex Asia, in operae fortiter… … Hofmann J. Lexicon universale
FEUDUM — I. FEUDUM Militare Aegyptiorum. Cum in Aegypto VII. essent hominum genera, λ῾ερέες, Sacerdotes sc. primo loco ac dignitate secundi Μάχιμοι, Milites; inde Βουβόται, Ευβῶται, Κάπηλοι, Ε῾ρμηνέες, et Κυβερνῆται, a suis artificiis sic denominati:… … Hofmann J. Lexicon universale
TANAGRA — Ptol. Boeotiae nobile oppid. Graea Homero, teste Stephanô, cui Gephyra, ut et Oropus ab Aristotele dicitur. Hodie Anaioria dicitur Castaldo. Eius meminit Statius, l. 7. Theb. v. 254. Mille sagittiferos gelidae de colle Tanagrae. Nemo paulo… … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άνοπλος — ἄνοπλος, ον (Α) 1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό 2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν) οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι* 3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα 4. (για πλοίο) το χωρίς … Dictionary of Greek
λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν … Dictionary of Greek